- πιθανοφάνεια
- η, Ν [πιθανοφανής]η ιδιότητα τού πιθανοφανούς, το να φαίνεται κάτι πιθανό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… … Dictionary of Greek